- εὐπίονι
- εὐπί̱ονι , εὐπίωνvery fatdat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπίων — εὐπίων, ὁ, ἡ (Α) 1. πολύ παχύς 2. φρ. «εὐπίονι φόρτῳ» με πλούσιο ή βαρύ φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πίων «παχύς»] … Dictionary of Greek